ἐνστάσης

ἐνστάσης
ἔνστασις
origin
fem nom/voc pl (doric aeolic)
ἐνστά̱σης , ἐνίστημι
put
aor part act fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντενίσταμαι — υποβάλλω ένσταση εναντίον άλλης ένστασης …   Dictionary of Greek

  • αντιλαγχάνω — ἀντιλαγχάνω (AM) μσν. υποβάλλω αντικαταγγελία, αγωγή «κατ ένστασιν» αρχ. 1. ζητώ ή επιτυγχάνω επανεκδίκαση υπόθεσης 2. υποβάλλω ένσταση για ακυρότητα δίκης ή επιτυγχάνω την αποδοχή αυτής της ένστασης …   Dictionary of Greek

  • ατάρ — ἀτάρ (σύνδ.) (Α) 1. (ως δηλωτικό αντίθεσης, ένστασης ή επανόρθωσης) αλλά, εντούτοις 2. (στην αρχή του λόγου) όμως, λοιπόν 3. (μετά το επειδή) τότε («ἐπειδὴ ἐπεσσυμένους ἐνόησαν Τρῶας, ἀτὰρ Δαναῶν γένετο ἰαχή τε φόβος τε», Όμηρος). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός …   Dictionary of Greek

  • σύγκλητος — Νομοθετικό και διοικητικό σώμα διάφορων πολιτειών και κυρίως η ρωμαϊκή γερουσία (senatus). Στην αρχαία Αθήνα Σ. λεγόταν, η έκτακτη σύνοδος της εκκλησίας του δήμου (σύγκλητος εκκλησία). Σ. λέγεται σήμερα το ανώτατο διοικητικό σώμα από καθηγητές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”